- προχύτη
- προχύταιflowersfem nom/voc sg (attic epic ionic)προχύτηςjugmasc voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προχύτῃ — προχύται flowers fem dat sg (attic epic ionic) προχύτης jug masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ПРОХИТА — • Prochўta, Προχύτη, остров близ кампанского берега, между мысом Мисеном (на расстоянии 30 стадий) и островом Пифекусой; вследствие горения земли, как полагали, он оторвался от последнего; н. Procida. Plin. 2, 88 сл. Strab. 2, 123. 5 … Реальный словарь классических древностей
προχυτός — ή, όν, Α [προχέω] 1. συσσωρευμένος μπροστά από κάτι 2. φρ. «Προχύτη νῆσος» το νησί μπροστά στον κόλπο τής Νεάπολης που σχηματίστηκε από έκρηξη τού Βεζούβιου … Dictionary of Greek